Είμαι ένα πολυφορεμένο τραγούδι.
Ένα σανίδι που πάλιωσε κάτω από σόλες αδιάφορες.
Ανάμεσα σε τρύπια καλύμματα καναπέδων, με αποφορά γερασμένων ονείρων
σέρνω το σώμα μου.
Σε τσακισμένα έπιπλα ακουμπώ τη μοναξιά μου.
Κάποτε, έκανε ζέστη μέσα μου,
ήλιο και κίτρινους πανσέδες.
Τα ρόδα στα διάφανα βάζα γύρευαν να κοιμηθούν κάτω από το χάδι μου
κι οι νύχτες έριχναν τους εφιάλτες στο τζάκι να καούν.
Τώρα ξεχορταριάζω τάφους, σκαλίζοντας τα σύμφωνα της αγάπης.
Καλύπτω με ξεραμένα ροδοπέταλα τη θλίψη μου
και ημιθανής περιδιαβαίνω στο βασίλειο των ζωντανών
ζητιανεύοντας μιαν Ανάσταση.